διεκδικητικός

διεκδικητικός
-ή, -ό(ν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεκδίκηση («διεκδικητική αγωγή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεκδικώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διεκδικητικός, -ή — ό αυτός που σκοπό έχει τη διεκδίκηση: Είναι διεκδικητικός άνθρωπος και δεν παραχωρεί τίποτα ούτε στα παιδιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”